- χυδαϊσμός
- [хидаизмос] ουσ. а. опошление, вульгаризация,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χυδαϊσμός — ο, Ν [χυδαΐζω] 1. χυδαίος λόγος ή χυδαία ενέργεια 2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) λέξη ή έκφραση τής δημοτικής … Dictionary of Greek
χυδαϊσμός — ο 1. τρόπος ή λόγος χυδαίος. 2. η χρήση χυδαίας γλώσσας στον προφορικό ή γραφτό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)